οστεομετρία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

η
ανθρωπολ. η μελέτη του ανθρώπινου σκελετού με μετρικές μεθόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteometry < ὀστέον / ὀστοῦν + -μετρία].