διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
ὀστοφαγῶ, -έω (ΑΜ)τρώω οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φαγῶ (< -φάγος), πρβλ. σαρκο-φαγώ].