Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οὐρανόθι (Α)επίρρ. (ως τοπ.) στον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρανός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. Ισθμό-θι)].