οφθαλμοπονώ
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
ὀφθαλμοπονῶ, -έω (Α) οφθαλμοπόνος
πάσχω από πονόματο.
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
ὀφθαλμοπονῶ, -έω (Α) οφθαλμοπόνος
πάσχω από πονόματο.