Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].