παλίνρυτος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
παλίνρυτος, -ον (Α)
βλ. παλίρρυτος.
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
παλίνρυτος, -ον (Α)
βλ. παλίρρυτος.