παμπόθητος
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek (Liddell-Scott)
παμπόθητος: -ον, πάνυ ποθητὸς, Μόδεστος 3296Α. κλ.
Greek Monolingual
παμπόθητος, -ον (Μ)
πάρα πολύ ποθητός, περιπόθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ποθητός (< ποθῶ)].