πανσθενουργός

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek (Liddell-Scott)

πανσθενουργός: -όν, ὁ τὰ πάντα δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, Ἰωσήφ τοῦ Ρακενδ. στίχ. Ἰαμβ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 474, 10.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα, παντοδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσθενής + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].