πανυπέρτῑμος: -ον, ὁ πάνυ ὑπέρτιμος, Cod. Par. 1277 fol. 196 r0, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 119, 4, ἔκδ. Λ.
-ον, Μπολυτιμότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπέρτιμος.