παντοφύλαξ: ὁ θεός, ὁ τὰ πάντα φυλάσσων, Θ. Λάσκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.
-ακος, ὁ, Μ(για τον Θεό) αυτός που φυλάει τα πάντα.