παντοπώλις
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
-ιδος, και παντοπώλισσα, η, ΝΑ
βλ. παντοπώλης.
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
-ιδος, και παντοπώλισσα, η, ΝΑ
βλ. παντοπώλης.