παραδοξότης, -ητος, ἡ, ΝΑ παράδοξοςτο να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτονεοελλ.φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια.