παραδοξότητα

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

παραδοξότης, -ητος, ἡ, ΝΑ παράδοξος
το να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτο
νεοελλ.
φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια.