Aeol. or Dor. for μεταίρω (q.v.).
πεδαίρω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίρω, Εὐρ. Φοίν. 1027, κτλ.
Α(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίρω.