πειραχτήριο
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι
(ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τους εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειράζω + επίθημα -τήριο(ν) / -τήρι (πρβλ. τρυπη-τήρι)].