τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
-έω, ΜΑ κροτώμσν.κροτώ ολόγυρααρχ.μτφ. (για πρόσ.) είμαι διαπρεπής, προεξάρχω.