πιθηκικός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πίθηκο, όμοιος με πίθηκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Α. Σακελλάριο].