-η, -ο / πιωμένος, -η, -ον, ΝΜμεθυσμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την υποτ. πίω του αορ. β' ἔ-πιον του πίνω + κατάλ. μτχ. -μένος (πρβλ. ιδω-μένος, ειπω-μένος, φαγω-μένος)].