πλειομορφικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
βιολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένους οργανισμούς που εμφανίζουν δύο ή περισσότερες μορφές κατά τη διάρκεια του βιολογικού τους κύκλου, αλλ. πλειόμορφος.
-ή, -ό, Ν
βιολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένους οργανισμούς που εμφανίζουν δύο ή περισσότερες μορφές κατά τη διάρκεια του βιολογικού τους κύκλου, αλλ. πλειόμορφος.