πλειομορφικός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
βιολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένους οργανισμούς που εμφανίζουν δύο ή περισσότερες μορφές κατά τη διάρκεια του βιολογικού τους κύκλου, αλλ. πλειόμορφος.