θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
η, Νιατρ. φλεγμονή κυρίως του διάμεσου πνευμονικού ιστού, όπως στις πνευμονοκονιάσεις, στις ακτινικές βλάβες τών πνευμόνων κ.ά. νόσους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonitis (< πνεύμων, -ονος + επίθημα -ίτιδα)].