πνίξιμο
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
το, Ν
1. πνιγμός
2. φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο»
μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αόρ. έ-πνιξ-α του πνίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξ-ιμο)].