ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
το / προβατονόμιον ΝΜ(στον Μεσαίωνα) φόρος καταβαλλόμενος από τους ποιμένες ή τους ιδιοκτήτες προβάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -νόμιον (< -νόμος < νέμω)].