προβατονόμιο

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

το / προβατονόμιον ΝΜ
(στον Μεσαίωνα) φόρος καταβαλλόμενος από τους ποιμένες ή τους ιδιοκτήτες προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -νόμιον (< -νόμος < νέμω)].