προικοσύμφωνο

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source

Greek Monolingual

το / προικοσύμφωνον, ΝΜ
συμβόλαιο μεταξύ του γαμπρού και τών γονέων ή κηδεμόνων της νύφης ή και της ίδιας της νύφης, το οποίο περιείχε κατάλογο τών κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία δίνονταν ως προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + σύμφωνο(ν)].