προμνηστρίς
German (Pape)
[Seite 735] ίδος, ἡ, Freiwerberinn, Xen. Mem. 2, 6, 36; s. Valck. Eur. Hipp. 229.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
entremetteuse.
Étymologie: προμνάομαι.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
πιθ. εσφ. ανάγν. του προμνήστρια.
[Seite 735] ίδος, ἡ, Freiwerberinn, Xen. Mem. 2, 6, 36; s. Valck. Eur. Hipp. 229.
ίδος (ἡ) :
entremetteuse.
Étymologie: προμνάομαι.
-ίδος, ἡ, Α
πιθ. εσφ. ανάγν. του προμνήστρια.