Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
-η, -ο και πυκνόσκιωτος, -η, ο, Ν
(για δένδρα ή δάση) αυτός που παρουσιάζει πυκνή, βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ήσκιος «σκιά» + κατάλ. -ωτος (πρβλ. ελαφρο-ήσκιωτος)].