Πυθῶθεν

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

Adv., (Πυθώ)

   A from Pytho, Pi.I.1.65, St.Byz.

French (Bailly abrégé)

adv.
de Pythô.
Étymologie: Πυθώ, -θεν.

Greek Monolingual

και Πυθόθεν Α
επίρρ. από την Πυθώ ή από τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Ἀθήνα-θεν)].