Adv., (Πυθώ)
A from Pytho, Pi.I.1.65, St.Byz.
adv.de Pythô.Étymologie: Πυθώ, -θεν.
και Πυθόθεν Αεπίρρ. από την Πυθώ ή από τους Δελφούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Ἀθήνα-θεν)].