ρητορομάστιξ
Greek Monolingual
-ιγος, ό, Α
(ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, -ορος + μάστιξ, -ιγος].
-ιγος, ό, Α
(ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, -ορος + μάστιξ, -ιγος].