ρεζεντά
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
και ρεζεδά, η, και ρεζεδάς, ο, Ν
βοτ. δικότυλο ποώδες φυτό με καρπό κάψα, της οικογένειας ρεζεντίδες της τάξης καππαρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. reseda < λατ. reseda «είδος φυτού»].