σαπωνοποιία
Greek Monolingual
και σαπουνοποιία, η, Ν σαπωνοποιός / σαπουνοποιός
1. το σύνολο τών σαπωνοποιείων
2. η τέχνη και το επάγγελμα του σαπωνοποιού
3. εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών.
και σαπουνοποιία, η, Ν σαπωνοποιός / σαπουνοποιός
1. το σύνολο τών σαπωνοποιείων
2. η τέχνη και το επάγγελμα του σαπωνοποιού
3. εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών.