σιτοδοσία

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ἡ,

   A gratuitous distribution of corn, D.H.7.45, Poll.8.103 (pl.).    2 allowance of corn, ὁ ἀγορασμὸς τῆς σ. LXX Ge.42.19.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, Getreideschenkung, unentgeltliche Getreidespendung ans Volk, Sp.; auch D. Hal. 7, 45 für σιτοδασία vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδοσία: ἡ, δωρεὰν διανομὴ σίτου, τροφοδοσία, Διον. Ἁλ. 7. 45, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Η΄, 103.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σιτοδοτ(ε)ία, Α σιτοδότης
η δωρεάν παροχή σιταριού.