σίτισμα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek (Liddell-Scott)

σίτισμα: τό, τὸ τρέφειν, παχύνειν, «τάγισμα», Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Wernsd. εἰς Φιλήμ. σ. 42· σῑτισμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Νίκ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σιτίζω
ο σιτισμός.