σκέπος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek (Liddell-Scott)

σκέπος: -εος, τό, = σκέπη, Ἐτυμολ. Μέγ. 597. 19.

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].