σκληραυχενία
Greek Monolingual
ἡ, Α σκληραύχην, -ενος]
μτφ. (για άλογα) η ιδιότητα του σκληραύχενος, το να είναι κανείς ατίθασος, το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη.
ἡ, Α σκληραύχην, -ενος]
μτφ. (για άλογα) η ιδιότητα του σκληραύχενος, το να είναι κανείς ατίθασος, το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη.