Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
σπέργυς: «πρέσβυς» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «πρέσβυς».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρέσβυς.