στερεοχημεία
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
η, Ν
χημ. κλάδος της χημείας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της διάταξης τών ατόμων τών χημικών ενώσεων στον χώρο και ειδικότερα τις περιπτώσεις στερεοϊσομέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereochimie (< στερεός + χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Τηλ. Κομνηνό].