συμπολίτευση

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η / συμπολίτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ συμπολιτεύομαι
νεοελλ.
το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη
μσν.
μτφ. η επίγεια ζωή του Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.
η ιδιότητα του συμπολίτη, το να είναι κανείς πολίτης του ίδιου κράτους με άλλον.