συγκεντρωτισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].
Greek Monolingual
ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].