συμμείραξ
Greek Monolingual
-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].
Greek Monolingual
-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].
-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].
-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].