υπέρθεμα
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ ὑπερτίθημι
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ ὑπερτίθημι
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.