Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Α(κατά τον Ησύχ.) «χνίειψακάζει, θρύπτει».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χναύω.