τρικυμιώδης
From LSJ
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος
2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος.
επίρρ...
τρικυμιωδώς Ν
με τρικυμιώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].