τοιχίο

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / τοιχίον, ΝΑ τοῑχος
(υποκορ. του τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι
νεοελλ.
1. το μέρος του τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου
2. η εξωτερική όψη της θήκης του ουραίου πυροβόλου όπλου
3. ενισχυμένος τοίχος που ενώνει δύο ή και περισσότερους στύλους πιλοτής ενός κτηρίου ως πρόσθετο στοιχείο αντισεισμικότητας.