φυλακάτορας
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
και φλακάτορας, ο, Ν
ο κατ' επάγγελμα φύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. -άτορας (πρβλ. συμβουλ-άτορας)].