τρισθενής

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

-ές Ν
χημ. (για χημ. στοιχείο) αυτός που έχει σθένος τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σθενής (< σθένος), πρβλ. δι-σθενής. Το επίθ., στο ουδ. τρισθενές (άτομον), μαρτυρείται από το 1888 στον Οθ. Ρουσόπουλο].