χάπτω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

Μ
καταπίνω, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω» με δάσυνση του αρχικού συμφώνου (πρβλ. τα γοτθ. hafjan, γερμ. happen, με τα οποία συνδέεται το ρ., βλ. και λ. κάπτω)].