υπερπροσπάθεια

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η, Ν
προσπάθεια που υπερβαίνει τις συνήθεις δυνάμεις ή δυνατότητες («μετά από μια υπερπροσπάθεια κατέκτησε τελικά το χρυσό μετάλλιο»).