υπερπροσπάθεια
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
προσπάθεια που υπερβαίνει τις συνήθεις δυνάμεις ή δυνατότητες («μετά από μια υπερπροσπάθεια κατέκτησε τελικά το χρυσό μετάλλιο»).
η, Ν
προσπάθεια που υπερβαίνει τις συνήθεις δυνάμεις ή δυνατότητες («μετά από μια υπερπροσπάθεια κατέκτησε τελικά το χρυσό μετάλλιο»).