τρισέβαστος
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισέβαστος, -ον, ΝΜ
πάρα πολύ σεβαστός («πήρες την τρισέβαστη / θωριά του μαρτυρίου», Παλαμ.)
μσν.
(ως τίτλος του αυτοκράτορα) πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/ τρι- + σεβαστός.