τρισέβαστος

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισέβαστος, -ον, ΝΜ
πάρα πολύ σεβαστός («πήρες την τρισέβαστη / θωριά του μαρτυρίου», Παλαμ.)
μσν.
(ως τίτλος του αυτοκράτορα) πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/ τρι- + σεβαστός.