τερματούχος
Greek Monolingual
(τερματούχος) Α
(κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατoς + -οῦχος (< ἔχω»)].
(τερματούχος) Α
(κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατoς + -οῦχος (< ἔχω»)].