τουρλωτός
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
-ή, -ό, Ν τουρλώνω
1. φουσκωτός, εξογκωμένος
2. αυτός που προεξέχει.
επίρρ...
τουρλωτά Ν
με τρόπο που να προεξέχει κάτι.