ταχύπομπος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A quick-sailing, διωγμοί A.Supp.1046 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] schnell schickend, geleitend, Aesch. Suppl. 1031.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπομπος: -ον, ὁ ταχέως πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πομπός (πρβλ. ναυσί-πομπος)].