τσιμπούκι
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
το, Ν
1. είδος πίπας
2. ναυτ. επιστήλιο
3. μτφ. πεολειξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cubuk].